κακόθυμος

κακόθυμος
-η, -ο (Α κακόθυμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος
αρχ.
ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ-θυμος, οξύ-θυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόθυμος — ill disposed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόθυμος — η, ο αυτός που έχει κακή διάθεση: Σπάνια η γυναίκα μου είναι κακόθυμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοθυμώ — [κακόθυμος] έχω κακή διάθεση, είμαι άκεφος, δυσθυμώ …   Dictionary of Greek

  • κακοθύμους — κακόθυμος ill disposed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόθυμε — κακόθυμος ill disposed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόθυμοι — κακόθυμος ill disposed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοθυμία — η (Α κακοθυμία) [κακόθυμος] κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή νεοελλ. ανώμαλη κατάσταση τού θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”